προστυχοδουλειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστυχοδουλειά οι προστυχοδουλειές
      γενική της προστυχοδουλειάς των προστυχοδουλειών
    αιτιατική την προστυχοδουλειά τις προστυχοδουλειές
     κλητική προστυχοδουλειά προστυχοδουλειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστυχοδουλειά < πρόστυχος + -ο- + δουλειά

Ουσιαστικό

προστυχοδουλειά θηλυκό

  1. (προφορικό) προστυχιά, πρόστυχη ενέργεια ή πράξη
  2. (προφορικό, μεταφορικά) δουλειά κατώτερης ποιότητας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.