προστυχοδουλειά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προστυχοδουλειά | οι | προστυχοδουλειές |
| γενική | της | προστυχοδουλειάς | των | προστυχοδουλειών |
| αιτιατική | την | προστυχοδουλειά | τις | προστυχοδουλειές |
| κλητική | προστυχοδουλειά | προστυχοδουλειές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προστυχοδουλειά θηλυκό
Μεταφράσεις
προστυχοδουλειά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.