προστιμάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προστιμάρισμα τα προστιμαρίσματα
      γενική του προστιμαρίσματος των προστιμαρισμάτων
    αιτιατική το προστιμάρισμα τα προστιμαρίσματα
     κλητική προστιμάρισμα προστιμαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστιμάρισμα < προστιμάρω + -ισμα

Ουσιαστικό

προστιμάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προστιμάρισμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.