προστάδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προστάδιο τα προστάδια
      γενική του προσταδίου
& προστάδιου
των προσταδίων
    αιτιατική το προστάδιο τα προστάδια
     κλητική προστάδιο προστάδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προστάδιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προστάδιο ουδέτερο

  • αρχική φάση της προετοιμασίας ενός γεγονότος, πριν ακόμη αυτό εκδηλωθεί καθαρά και γίνει ορατή η εξέλιξή του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.