προσομοίωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προσομοίωμα τα προσομοιώματα
      γενική του προσομοιώματος των προσομοιωμάτων
    αιτιατική το προσομοίωμα τα προσομοιώματα
     κλητική προσομοίωμα προσομοιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσομοίωμα < προσομοιώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

προσομοίωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.