προσκυνέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | προσκυνέω | προσκυνοῦμαι |
| Παρατατικός | προσεκύνουν | |
| Μέλλοντας | προσκυνήσω | προσκυνηθήσομαι |
| Αόριστος | προσεκύνησα | προσεκυνήθην |
| Παρακείμενος | προσκεκύνηκα | προσκεκύνημαι |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- προσκυνέω < προσ- + κυνέω
Ρήμα
προσκυνέω/ προσκυνῶ
- (για θεούς) υποκλίνομαι, λατρεύω, προσκυνώ, τιμώ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 469b (469a-469b)
- Καὶ τὸν λοιπὸν δὴ χρόνον ὡς δαιμόνων, οὕτω θεραπεύσομέν τε καὶ προσκυνήσομεν αὐτῶν τὰς θήκας; ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομιοῦμεν ὅταν τις γήρᾳ ἤ τινι ἄλλῳ τρόπῳ τελευτήσῃ τῶν ὅσοι ἂν διαφερόντως ἐν τῷ βίῳ ἀγαθοὶ κριθῶσιν;
- Κι έπειτα λοιπόν πια δεν θα τους λατρεύομε παντοτινά σαν ημιθέους και θα προσκυνούμε τους τάφους των, και τις ίδιες τιμές δεν θα προσφέρομε, όταν ή από γερατειά ή όπως αλλιώς πεθάνουν εκείνοι που ξεχωριστά διακριθούν στη ζωή τους;
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Καὶ τὸν λοιπὸν δὴ χρόνον ὡς δαιμόνων, οὕτω θεραπεύσομέν τε καὶ προσκυνήσομεν αὐτῶν τὰς θήκας; ταὐτὰ δὲ ταῦτα νομιοῦμεν ὅταν τις γήρᾳ ἤ τινι ἄλλῳ τρόπῳ τελευτήσῃ τῶν ὅσοι ἂν διαφερόντως ἐν τῷ βίῳ ἀγαθοὶ κριθῶσιν;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 3, 2.13
- οὐδένα γὰρ ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε. τοιούτων μέν ἐστε προγόνων.
- Γιατί κανέναν άνθρωπο δεν έχετε κυρίαρχο και δεν λατρεύετε άλλον, παρά μονάχα τους θεούς. Από τέτοιους προγόνους κατάγεστε.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- οὐδένα γὰρ ἄνθρωπον δεσπότην ἀλλὰ τοὺς θεοὺς προσκυνεῖτε. τοιούτων μέν ἐστε προγόνων.
- ≈ συνώνυμα: θεραπεύω, σέβομαι, τιμάω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 5, 469b (469a-469b)
- (για ιερούς τόπους) προσφέρω σεβασμό σε
- παρακαλώ, ικετεύω κάποιον
- (μπροστά σε βασιλιάδες και άρχοντες) κάνω υπόκλιση, υποκλίνομαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 134.1
- ἀντὶ γὰρ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους φιλέουσι τοῖσι στόμασι, ἢν δὲ ᾖ οὕτερος ὑποδεέστερος ὀλίγῳ, τὰς παρειὰς φιλέονται, ἢν δὲ πολλῷ ᾖ οὕτερος ἀγεννέστερος, προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον.
- αντί δηλαδή να χαιρετιστούν μόνο με λόγια, φιλιούνται στο στόμα· αν πάλι συμβεί ο ένας από τους δύο να είναι από κατώτερη τάξη, φιλιούνται στο μάγουλο, κι αν τύχει ο ένας τους να είναι πολύ πιο άσημος, πέφτει μπροστά και προσκυνά τον άλλο.
- Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἀντὶ γὰρ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους φιλέουσι τοῖσι στόμασι, ἢν δὲ ᾖ οὕτερος ὑποδεέστερος ὀλίγῳ, τὰς παρειὰς φιλέονται, ἢν δὲ πολλῷ ᾖ οὕτερος ἀγεννέστερος, προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 80.2
- τόδε μέντοι ἄλλο Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται· ἀντὶ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τὴν χεῖρα.
- Σε κάτι άλλο όμως οι Αιγύπτιοι δεν συμφωνούν με κανέναν από τους Έλληνες: αντί να χαιρετιούνται στον δρόμο, υποκλίνονται κατεβάζοντας το χέρι ώς το γόνατο.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τόδε μέντοι ἄλλο Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται· ἀντὶ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τὴν χεῖρα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 134.1
- (ελληνιστική σημασία) φιλώ, ασπάζομαι
Συγγενικά
- προσκύνημα
- προσκύνησις
- προσκυνητέον
- προσκυνητέος
- προσκυνητήρ
- προσκυνητήριον
- προσκυνητής
- προσκυνητός
→ και δείτε τη λέξη κυνέω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρηματικοί τύποι:
- ποιητικός τύπος: αόρ. προσέκῠσα
- απαρέμφατο αόρ.: προσκύσαι
- απαρέμφατο ενεστ. παθητικής φωνής: προσκυνεῖσθαι
Πηγές
- προσκυνέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσκυνέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.