προσηνώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσηνώς < ελληνιστική κοινή προσηνῶς < προσηνής < πρός + (ίσως[1]) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂en-os-[1] (πρόσωπο, όψη)

Προφορά

ΔΦΑ : /pro.siˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσηνώς

Επίρρημα

προσηνώς

Συγγενικά

Πηγές

  • προσηνώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.