προσεπικύρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσεπικύρωση | οι | προσεπικυρώσεις |
| γενική | της | προσεπικύρωσης* | των | προσεπικυρώσεων |
| αιτιατική | την | προσεπικύρωση | τις | προσεπικυρώσεις |
| κλητική | προσεπικύρωση | προσεπικυρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσεπικυρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσεπικύρωση < προσεπικυρώνω + -ση
Μεταφράσεις
προσεπικύρωση
|
|
Πηγές
- προσεπικύρωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.