προσαγορεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
προσαγορεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσαγορεύω
- θα προσαγορεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσαγορεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
προσαγορεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προσαγόρευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.