προπόρευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προπόρευση οι προπορεύσεις
      γενική της προπόρευσης* των προπορεύσεων
    αιτιατική την προπόρευση τις προπορεύσεις
     κλητική προπόρευση προπορεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπορεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προπόρευση < μεσαιωνική ελληνική προπόρευσις < (ελληνιστική κοινή) προπορεύω < αρχαία ελληνική πορεύω < πόρος

Ουσιαστικό

προπόρευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.