επί πιστώσει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επί πιστώσει < (καθαρεύουσα ) ἐπί, πιστώσει (δοτική ενικού του πίστωσις)  δείτε τις λέξεις επί και πίστωση (δυνατότητα)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση

επί πιστώσει

  • (λόγιο, οικονομία) με πίστωση, με δικαίωμα πληρωμής στο μέλλον
    αγοράζει πάντα επί πιστώσει

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.