προμαθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ προμαθής | τὸ προμαθές | οἱ, αἱ προμαθεῖς | τὰ προμαθῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς προμαθοῦς | τοῦ προμαθοῦς | τῶν προμαθῶν | τῶν προμαθῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ προμαθεῖ | τῷ προμαθεῖ | τοῖς, ταῖς προμαθέσι(ν) | τοῖς προμαθέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν προμαθῆ | τὸ προμαθές | τοὺς, τὰς προμαθεῖς | τὰ προμαθῆ |
| Κλητική | προμαθές | προμαθές | προμαθεῖς | προμαθῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | προμαθεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | προμαθοῖν | |||
Επίθετο
προμαθής, -ής, -ές
- προσεκτικός, προνοητικός, σώφρων
- αυτός που φροντίζει, που ανησυχεί για κάτι
- δωρικός τύπος του προμηθής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.