καταρχήν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταρχήν < αρχαία ελληνική κατ’ ἀρχάς, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική en principe
Επίρρημα
καταρχήν
- για λόγους αρχής
- ως προς τις βασικές αρχές, ως προς την ουσία
- ↪ Θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουμε καταρχήν και μετά συζητάμε τις λεπτομέρειες.
- (καταχρηστικά) κατ' αρχάς
Μεταφράσεις
καταρχήν
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.