προεπιλέγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προεπιλέγω < προ- + επιλέγω (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική preselect[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική présélectionner[1])

Ρήμα

προεπιλέγω (παθητική φωνή: προεπιλέγομαι)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προεπιλέγω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Αναφορές

  1. προεπιλέγω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.