προγονολάτρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προγονολάτρης | οι | προγονολάτρες |
| γενική | του | προγονολάτρη | των | προγονολατρών |
| αιτιατική | τον | προγονολάτρη | τους | προγονολάτρες |
| κλητική | προγονολάτρη | προγονολάτρες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- προγονολατρία
- προγονολατρικός
- → δείτε τις λέξεις πρόγονος και λατρεύω
Μεταφράσεις
προγονολάτρης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.