προγιαγιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προγιαγιά οι προγιαγιές
& προγιαγιάδες
      γενική της προγιαγιάς των προγιαγιάδων
    αιτιατική την προγιαγιά τις προγιαγιές
& προγιαγιάδες
     κλητική προγιαγιά προγιαγιές
& προγιαγιάδες
Κατηγορία όπως «γιαγιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προγιαγιά < προ- + γιαγιά

Ουσιαστικό

προγιαγιά θηλυκό

  • προ-γιαγιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.