προβατέμπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προβατέμπορος οι προβατέμποροι
      γενική του προβατέμπορου
& προβατεμπόρου
των προβατέμπορων
& προβατεμπόρων
    αιτιατική τον προβατέμπορο τους προβατέμπορους
& προβατεμπόρους
     κλητική προβατέμπορε προβατέμποροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προβατέμπορος < προβάτ(ων) + -έμπορος

Ουσιαστικό

προβατέμπορος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.