προέμβασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προέμβασμα τα προεμβάσματα
      γενική του προεμβάσματος των προεμβασμάτων
    αιτιατική το προέμβασμα τα προεμβάσματα
     κλητική προέμβασμα προεμβάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προέμβασμα < προεμβάζω + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /proˈem.va.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προέμβασμα

Ουσιαστικό

προέμβασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • προέμβασμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • προέμβασμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.