προηγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προηγμένος | η | προηγμένη | το | προηγμένο |
| γενική | του | προηγμένου | της | προηγμένης | του | προηγμένου |
| αιτιατική | τον | προηγμένο | την | προηγμένη | το | προηγμένο |
| κλητική | προηγμένε | προηγμένη | προηγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προηγμένοι | οι | προηγμένες | τα | προηγμένα |
| γενική | των | προηγμένων | των | προηγμένων | των | προηγμένων |
| αιτιατική | τους | προηγμένους | τις | προηγμένες | τα | προηγμένα |
| κλητική | προηγμένοι | προηγμένες | προηγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του προάγομαι
Μετοχή
προηγμένος, -η, -ο
- που βρίσκεται σε ανώτερο στάδιο εξέλιξης, προόδου
- οι προηγμένες τεχνολογικά χώρες της Ευρώπης
- τα προηγμένα κράτη στήριξαν την ανάπτυξή τους στον τρίτο κόσμο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.