πράτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πράτα
      γενική των
    αιτιατική τα πράτα
     κλητική πράτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πράτα < πρόβατα

Ουσιαστικό

πράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, χωρίς γενική

  • (ιδιωματικό) τα πρόβατα, το κοπάδι με πρόβατα
      Κάπου κάπου ἔλεγε καμιὰ λέξη ποὺ τὰ παιδιὰ δὲν τὴν καταλάβαιναν ἀμέσως, μόνο ἀπὸ τὸ νόημα. Ἔλεγε τὰ πρόβατα π ρ ά τ α, τὸ ροῦχο σ κ τ ί, τὸ πάλι τὸ ἔλεγε μ ά τ α καὶ τὰ γίδια τὰ ἴ δ ι α. Μὰ τὰ παιδιὰ δὲ θυμοῦνται καμιὰ κοπέλα νὰ τοὺς μίλησε ποτὲ μὲ τόση ὀμορφιά.
    Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1918) Τα Ψηλά Βουνά, 15. Η βλαχοπούλα μιλάει στα παιδιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.