πουσταριό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πουσταριό τα πουσταριά
      γενική του πουσταριού των πουσταριών
    αιτιατική το πουσταριό τα πουσταριά
     κλητική πουσταριό πουσταριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πουσταριό < πούστ(ης) + επιτατικό επίθημα -αριό

Προφορά

ΔΦΑ : /pu.staɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πουσταριό

Ουσιαστικό

πουσταριό ουδέτερο (λαϊκότροπο)

  1. (επιτατικό) ο πούστης
  2. (περιληπτικό) μεγάλος πλήθος ομοφυλοφίλων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.