ρεγάλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεγάλο τα ρεγάλα
      γενική του ρεγάλου των ρεγάλων
    αιτιατική το ρεγάλο τα ρεγάλα
     κλητική ρεγάλο ρεγάλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεγάλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική regalo, «δώρο» < ισπανική regalo < λατινική rex < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃rḗǵs

Ουσιαστικό

ρεγάλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.