ποτόκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποτόκι | τα | ποτόκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | ποτόκι | τα | ποτόκια |
| κλητική | ποτόκι | ποτόκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ποτόκι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) ρέμα, ρυάκι
- (παρωχημένο) (ιδιωματικό) λάκκος σε ελαιοτριβείο (που συνηθως μαζεύεται το λάδι μετά από την έκθλιψη των ελιών)
- Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η σταχομαζώχτρα)
Μεταφράσεις
ποτόκι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.