ποτοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποτοποιία | οι | ποτοποιίες |
| γενική | της | ποτοποιίας | των | ποτοποιιών |
| αιτιατική | την | ποτοποιία | τις | ποτοποιίες |
| κλητική | ποτοποιία | ποτοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ποτοποιία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.