ποσειδωνιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποσειδωνιστής οι ποσειδωνιστές
      γενική του ποσειδωνιστή των ποσειδωνιστών
    αιτιατική τον ποσειδωνιστή τους ποσειδωνιστές
     κλητική ποσειδωνιστή ποσειδωνιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποσειδωνιστής < ποσειδωνισμός + -ιστής

Ουσιαστικό

ποσειδωνιστής αρσενικό, θηλυκό ποσειδωνίστρια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.