καθισματάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθισματάκι τα καθισματάκια
      γενική
    αιτιατική το καθισματάκι τα καθισματάκια
     κλητική καθισματάκι καθισματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθισματάκι < κάθισμα + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

καθισματάκι ουδέτερο

  1. κάθισμα μικρών διαστάσεων, συνήθως για παιδί ή βρέφος
    έβαλε το μωρό στο καθισματάκι του στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.