πορσελάνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πορσελάνα οι πορσελάνες
      γενική της πορσελάνας
    αιτιατική την πορσελάνα τις πορσελάνες
     κλητική πορσελάνα πορσελάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορσελάνα < ιταλική porcellana < porcella < porco + -ella < λατινική porcus (γουρούνι)[1] < πρωτοϊταλική *porkos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pórḱos < *perḱ- (σκάβω)

Ουσιαστικό

πορσελάνα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πορσελάνα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
  1. «Η ιταλική λέξη πρωτοεμφανίζεται τον 13ο αιώνα στο Βιβλίο τού Μάρκο Πόλο, όπου έχει τις σημασί­ες «μονόστρακο μαλάκιο» και «εκλεκτό, ανθεκτικό κεραμικό», θεωρείται πιθανά ότι η ονομασία οφεί­λεται σε ομοιότητα τού κοχυλιού με μικρό γουρουνάκι (ως προς την πρώτη σημασία). Περαιτέρω, η στιλπνή και λεία επιφάνεια τού κοχυλιού οδήγησε στη δήλωση τού γνωστού κεραμικού.» Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.