πορνίδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πορνίδιον τὰ πορνίδι
      γενική τοῦ πορνιδίου τῶν πορνιδίων
      δοτική τῷ πορνιδί τοῖς πορνιδίοις
    αιτιατική τὸ πορνίδιον τὰ πορνίδι
     κλητική ! πορνίδιον πορνίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πορνιδίω
γεν-δοτ τοῖν  πορνιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορνίδιον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πορνίδιον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.