πομφόλυγας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πομφόλυγας οι πομφόλυγες
      γενική του πομφόλυγα των πομφολύγων
    αιτιατική τον πομφόλυγα τους πομφόλυγες
     κλητική πομφόλυγα πομφόλυγες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πομφόλυγας <  δείτε τη λέξη πομφόλυγα

Ουσιαστικό

πομφόλυγας αρσενικό (ο πομφόλυγας)

  1.  δείτε τη λέξη πομφόλυγα (θηλυκό)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

πομφόλυγας θηλυκό (της πομφόλυγας)

  1. γενική ενικού του πομφόλυγα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.