πομφόλυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πομφολῠγ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | πομφόλυξ | αἱ | πομφόλυγες | |
| γενική | τῆς | πομφόλυγος | τῶν | πομφολύγων | |
| δοτική | τῇ | πομφόλυγῐ | ταῖς | πομφόλυξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | πομφόλυγᾰ | τὰς | πομφόλυγᾰς | |
| κλητική ὦ! | πομφόλυξ | πομφόλυγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πομφόλυγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | πομφολύγοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
πομφόλυξ < πομφός + ένθημα -λ- + κατάληξη υγ-ς. Πιθανόν σχετικό με το φλύζω[1] ή τη λέξη «ἡ πέμφιξ, τῆς πέμφῑγος», με κατάληξη παρόμοια με *-φλυξ όπως στο οἰνόφλυξ (μέθυσος). [2]
Ουσιαστικό
πομφόλυξ, -ῠγος θηλυκό (& αρσενικό στην αιτιατική στον Γαληνό)
- (ιατρική) πομφός, φουσκάλα, φλύκταινα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 7.34, @scaife.perseus
- Ὁκόσοισι δὲ ἐπὶ τοῖσιν οὔροισιν ἐφίστανται πομφόλυγες, νεφριτικὰ σημαίνουσι, καὶ μακρὴν τὴν ἀῤῥωστίην ἔσεσθαι.
- → χρειάζεται παράθεμα (Πλάτων)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Aphorismi, Ἀφορισμοί , 7.34, @scaife.perseus
- φυσαλίδα (Πλάτων)
- στολίδι για το κεφάλι
- → χρειάζεται παράθεμα (Αριστοφάνης, Βάτραχοι)
- (ελληνιστική σημασία , χημεία) οξείδιο ψευδαργύρου
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 75.2 @scaife.perseus
- οὐ μόνον δὲ ἐκ τῆς τοῦ χαλκοῦ κατεργασίας τε καὶ ὕλης γίνεται πομφόλυξ, ἀλλὰ καὶ ἐκ καδμείας προηγουμένως ἐκφυσωμένης εἰς γένεσιν αὐτῆς.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 5, 75.2 @scaife.perseus
Συγγενικά
- ἀπομφολῠ'γωτος
- πομφολῠγηρόν (ουδέτερο)
- πομφολυγίζω
- πομφολῠγοπάφλασμα
- πομφολῠγόω
- πομφολῠγώδης
- πομφολῠγωτός
- πομφολύζω
→ και δείτε τη λέξη πομφός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
Πηγές
- πομφόλυξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πομφόλυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.