πολυπολιτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυπολιτισμός οι πολυπολιτισμοί
      γενική του πολυπολιτισμού των πολυπολιτισμών
    αιτιατική τον πολυπολιτισμό τους πολυπολιτισμούς
     κλητική πολυπολιτισμέ πολυπολιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυπολιτισμός < πολυ- + πολιτισμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική multiculturalism)

Ουσιαστικό

πολυπολιτισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.