πολυκαλλιέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυκαλλιέργεια οι πολυκαλλιέργειες
      γενική της πολυκαλλιέργειας των πολυκαλλιεργειών
    αιτιατική την πολυκαλλιέργεια τις πολυκαλλιέργειες
     κλητική πολυκαλλιέργεια πολυκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυκαλλιέργεια < πολυ- + -καλλιέργεια  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πολυκαλλιέργεια θηλυκό

  • η καλλιέργεια πολλών διαφορετικών ειδών, κυρίως λαχανικών, σε τοπικό επίπεδο, σε μικρές ποσότητες ανά είδος, σε αντίθεση προς την μονοκαλλιέργεια που αναφέρεται στην καλλιέργεια ενός είδους σε μεγάλες ποσότητες.

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.