πολυθεΐστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυθεΐστρια | οι | πολυθεΐστριες |
| γενική | της | πολυθεΐστριας | των | πολυθεϊστριών |
| αιτιατική | την | πολυθεΐστρια | τις | πολυθεΐστριες |
| κλητική | πολυθεΐστρια | πολυθεΐστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυθεΐστρια < θηλυκό του πολυθεϊστής
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολυθεΐστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.