πολυδακτυλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυδακτυλία | οι | πολυδακτυλίες |
| γενική | της | πολυδακτυλίας | των | πολυδακτυλιών |
| αιτιατική | την | πολυδακτυλία | τις | πολυδακτυλίες |
| κλητική | πολυδακτυλία | πολυδακτυλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυδακτυλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική polydactylie[1]
Ουσιαστικό
πολυδακτυλία θηλυκό
- παθολογική ανωμαλία κατά την οποία κάποιος έχει περισσότερα από πέντε δάκτυλα στα χέρια ή στα πόδια του
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πολυδακτυλία
- πολυδακτυλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.