πολιτισμολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτισμολογία οι πολιτισμολογίες
      γενική της πολιτισμολογίας των πολιτισμολογιών
    αιτιατική την πολιτισμολογία τις πολιτισμολογίες
     κλητική πολιτισμολογία πολιτισμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτισμολογία < πολιτισμός + -ο- + λογία

Ουσιαστικό

πολιτισμολογία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.