πολιτικάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολιτικάντης οι πολιτικάντηδες
      γενική του πολιτικάντη των πολιτικάντηδων
    αιτιατική τον πολιτικάντη τους πολιτικάντηδες
     κλητική πολιτικάντη πολιτικάντηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτικάντης < (άμεσο δάνειο) ιταλική politicante

Ουσιαστικό

πολιτικάντης αρσενικό

  • (μειωτικό) ο πολιτικός που μεταχειρίζεται ευτελή μέσα προκειμένου να εκλεγεί ή να ανέλθει σε αξίωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.