ποινολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποινολόγιο τα ποινολόγια
      γενική του ποινολόγιου
& ποινολογίου
των ποινολόγιων
& ποινολογίων
    αιτιατική το ποινολόγιο τα ποινολόγια
     κλητική ποινολόγιο ποινολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποινολόγιο < ποιν(ή) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό

ποινολόγιο ουδέτερο

  • βιβλίο που τηρείται από ορισμένους οργανισμούς, όπως σχολεία, πλοία κ.α. όπου και καταγράφονται οι επιβαλλόμενες ποινές στους μαθητές, ναύτες κ.ο.κ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.