ποδο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ποδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδο- (πούς) < ποδ- + -ο-

Προφορά

ΔΦΑ : /po.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποδο-

Πρόθημα

ποδο-, ποδό- & ποδ- πριν από φωνήεν σε παλιότερες συνθέσεις

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ποδο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ποδο- (πούς) < ποδ- + -ο-

Πρόθημα

ποδο-, ποδό- & ποδ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδο- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδό- στο Βικιλεξικό
  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ποδο- < πούς , ποδ- + -ο-

Πρόθημα

ποδο-, ποδό- & ποδ- πριν από φωνήεν

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδό- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

  • -πους

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.