ποδόλουτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποδόλουτρο τα ποδόλουτρα
      γενική του ποδόλουτρου των ποδόλουτρων
    αιτιατική το ποδόλουτρο τα ποδόλουτρα
     κλητική ποδόλουτρο ποδόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδόλουτρο < πόδι + λουτρό

Ουσιαστικό

ποδόλουτρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.