ποδοπατιέμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.ðo.paˈtçe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐δο‐πα‐τιέ‐μαι
Ρηματικός τύπος
ποδοπατιέμαι
- παθητική φωνή του ρήματος ποδοπατάω / ποδοπατώ
- άλλες μορφές: ποδοπατούμαι του ποδοπατώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.