ποδοδέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ποδοδέτης | οι | ποδοδέτες |
| γενική | του | ποδοδέτη | των | ποδοδετών |
| αιτιατική | τον | ποδοδέτη | τους | ποδοδέτες |
| κλητική | ποδοδέτη | ποδοδέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ποδοδέτης αρσενικό
- (ναυτικός όρος) κολονάκι σε κατάστρωμα ιστιοφόρου, απ’ όπου δένεται τα πανιά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ποδοδέτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.