ποδηγέτηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδηγέτηση οι ποδηγετήσεις
      γενική της ποδηγέτησης* των ποδηγετήσεων
    αιτιατική την ποδηγέτηση τις ποδηγετήσεις
     κλητική ποδηγέτηση ποδηγετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ποδηγετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδηγέτηση < ρήμα ποδηγετώ

Ουσιαστικό

ποδηγέτηση θηλυκό

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.