ποδάριον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ποδάριον < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ποδάριον, υποκοριστικό του πούς. Συγχρονικά αναλύεται σε πόδ(ιον) ή πόδ(ιν) + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
ποδάριον ουδέτερο
- υποκοριστικό του πόδιον, όπως η νέα ελληνική ποδάρι
- άλλες μορφές: ποδάριν, ποδάρι, ποδάριο
Συγγενικά
Πηγές
- ποδάριον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.45, Τόμος 17 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
αρχαία ελληνικά
Ετυμολογία
- ποδάριον < πούς, ποδ- + υποκοριστικό επίθημα -άριον
Ουσιαστικό
ποδάριον ουδέτερο
- υποκοριστικό του πούς
- → χρειάζεται παράθεμα Πλάτων ο κωμικός [Plato Comicus, Pl.Com.] 5ος/4ος αιώνας πκε, 248)
Πηγές
- ποδάριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.