ποίκιλσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποίκιλσῐς αἱ ποικίλσεις
      γενική τῆς ποικίλσεως τῶν ποικίλσεων
      δοτική τῇ ποικίλσει ταῖς ποικίλσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ποίκιλσῐν τὰς ποικίλσεις
     κλητική ! ποίκιλσῐ ποικίλσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποικίλσει
γεν-δοτ τοῖν  ποικιλσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποίκιλσις < ποικίλ(λω) + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ποίκιλση

Ουσιαστικό

ποίκιλσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.