πλιατσικολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλιατσικολόγος οι πλιατσικολόγοι
      γενική του πλιατσικολόγου των πλιατσικολόγων
    αιτιατική τον πλιατσικολόγο τους πλιατσικολόγους
     κλητική πλιατσικολόγε πλιατσικολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλιατσικολόγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλιατσικολόγος αρσενικό

  • αυτός που κάνει πλιάτσικο, που εκμεταλλεύεται έκρυθμες καταστάσεις για να λεηλατήσει ξένες περιουσίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.