πλατανότοπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλατανότοπος οι πλατανότοποι
      γενική του πλατανότοπου
& πλατανοτόπου
των πλατανότοπων
& πλατανοτόπων
    αιτιατική τον πλατανότοπο τους πλατανότοπους
& πλατανοτόπους
     κλητική πλατανότοπε πλατανότοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλατανότοπος < πλατάν(ι) + -ό- + -τοπος

Ουσιαστικό

πλατανότοπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.