πλαστικές τέχνες
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
πλαστικές τέχνες θηλυκό πληθυντικός
- (τέχνη) που ασχολούνται με εύπλαστα υλικά για την δημιουργία καλλιτεχνικών έργων, όπως η ζωγραφική, και η γλυπτική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.