πλασέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλασέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική placé < placer < place < λατινική platea < αρχαία ελληνική πλατεῖα (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /plaˈse/

Ουσιαστικό

πλασέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (αθλητισμός) (στο ποδόσφαιρο και το βόλεϊ) τεχνικό χτύπημα της μπάλας με το εσωτερικό του ποδιού ή των χεριών, προκειμένου να μεταβιβαστεί σε άλλο παίκτη με μικρή ταχύτητα
  2. ιπποδρομιακό στοίχημα ότι το άλογο στο οποίο ποντάρουμε θα τερματίσει σε μια από τις δύο πρώτες θέσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.