πληρώσει

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

πληρώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πληρώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πληρώνω
  3. θα πληρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πληρώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.