πλήγιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλήγιασμα τα πληγιάσματα
      γενική του πληγιάσματος των πληγιασμάτων
    αιτιατική το πλήγιασμα τα πληγιάσματα
     κλητική πλήγιασμα πληγιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλήγιασμα < πληγιάζω + -μα

Ουσιαστικό

πλήγιασμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.