πλέος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πλέος πλέ τὸ πλέον
      γενική τοῦ πλέου τῆς πλέᾱς τοῦ πλέου
      δοτική τῷ πλέ τῇ πλέ τῷ πλέ
    αιτιατική τὸν πλέον τὴν πλέᾱν τὸ πλέον
     κλητική ! πλέε πλέ πλέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πλέοι αἱ πλέαι τὰ πλέ
      γενική τῶν πλέων τῶν πλέων τῶν πλέων
      δοτική τοῖς πλέοις ταῖς πλέαις τοῖς πλέοις
    αιτιατική τοὺς πλέους τὰς πλέᾱς τὰ πλέ
     κλητική ! πλέοι πλέαι πλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλέω τὼ πλέ τὼ πλέω
      γεν-δοτ τοῖν πλέοιν τοῖν πλέαιν τοῖν πλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλέος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πλέος, -α, -ον

  • ιωνικός τύπος πλεῖος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.